- ἑκατομβαιῶνος
- ἑκατομβαιώνthe month Hecatombaeonmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετοίκιον — μετοίκιον, τὸ (ΑΜ) [μέτοικος] μσν. εγκατάσταση στο εξωτερικό, αποικισμός αρχ. 1. ετήσιος φόρος δώδεκα δραχμών που καταβαλλόταν από τους μετοίκους οι οποίοι κατοικούσαν στην Αθήνα 2. φόρος τον οποίο πλήρωναν οι απελεύθεροι 3. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
Υακίνθιος — και κρητ. τ. Βακίνθιος και Fακίνθιος, ὁ, Α [Ὑάκινθος] 1. (στη Ρόδο και στη Θήρα) ονομασία τού μήνα Εκατομβαιώνος* 2. ονομασία μήνα σε διάφορες δωρικές περιοχές … Dictionary of Greek
συνοίκιον — και αττ. τ. ξυνοίκιον, τό, Α [συνοικος] 1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο 2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια (στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα τού μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ άλλους, τη 16η τού… … Dictionary of Greek